- καταβρίζω
- κατα-βρίζω, einschlafen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταβρίζω — (I) βρίζω κάποιον με άσχημο τρόπο, χρησιμοποιώ πολλές και σκληρές βρισιές. (II) καταβρίζω (Α) κοιμάμαι (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίζω (ΙΙ) «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek
καταβρίξας — καταβρίξᾱς , καταβρίζω fall asleep aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)